ἀκόνη
ἀκόν-η [ᾰ],,
2). metaph., δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾶς ἐπὶ γλώσσᾳ I feel the shrill note of a whetstone on my tongue, i.e. am roused to song, O. 6.82 ; of persons, e.g. a trainer, ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν Ναξίαν ἀκόναν I. 6(5).73 ; of Ἔρως, AP 12.18 ( ), cf. . 2.838e