Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἔκτρομος
ἐκτροπή
ἐκτροπιάζομαι
ἐκτροπίας
ἐκτρόπιον
ἔκτροπος
ἐκτροφή
ἔκτροφος
ἐκτροφωλέων
ἐκτροχάζω
ἐκτρόχαλον
ἐκτρυγάω
ἐκτρυγίζω
ἐκτρυπάω
ἐκτρύπημα
ἐκτρύπησις
ἐκτρυφάω
ἐκτρυχόω
ἐκτρύχω
ἐκτρύω
ἐκτρώγω
View word page
ἐκτρόχαλον
ἐκτρόχαλον·
ἔκτροχον
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐκτρόχαλον
Headword (normalized):
ἐκτρόχαλον
Headword (normalized/stripped):
εκτροχαλον
IDX:
33093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33094
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκτρόχαλον·</span> <span class="foreign greek">ἔκτροχον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}