Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἄκολπος
ἀκόλυμβος
ἀκομιστία
ἀκόμιστος
ἀκόμμωτος
ἄκομος
ἀκόμπαστος
ἀκόμψευτος
ἄκομψος
ἀκονάω
ἄκονδος
ἀκόνδυλος
ἀκόνη
ἀκόνησις
ἀκονητής
ἀκονητί
ἀκονητός
ἀκονήτως
ἀκονίας
ἀκονίατος
ἀκόνιον
View word page
ἄκονδος
ἄκονδος
(leg.
ἄκοννος
)
· ἄχαρις κονδάς
(leg.
κόννος
)
, γὰρ ἡ χάρις
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄκονδος
Headword (normalized):
ἄκονδος
Headword (normalized/stripped):
ακονδος
IDX:
3307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3308
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄκονδος</span> (leg. <span class="foreign greek">ἄκοννος</span>)<span class="foreign greek">· ἄχαρις κονδάς</span> (leg. <span class="foreign greek">κόννος</span>)<span class="foreign greek">, γὰρ ἡ χάρις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}