Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἔκτοσε
ἔκτοσθε
ἔκτοτε
ἐκτότης
ἐκτραγῳδέω
ἐκτρανόω
ἐκτράπεζος
ἐκτραπελόγαστρος
ἐκτράπελος
ἐκτράπω
ἕκτρας
ἐκτραχηλίζω
ἐκτραχηλισμός
ἐκτραχύνω
ἐκτρέπω
ἐκτρέφω
ἐκτρέχω
ἔκτρεψις
ἔκτρημα
ἔκτρησις
ἐκτριαινόω
View word page
ἕκτρας
ἕκτρας·
ἐν ῥυμῷ πάσσαλος
,
Hsch.
(leg.
ἕκτρα· ὁ
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἕκτρας
Headword (normalized):
ἕκτρας
Headword (normalized/stripped):
εκτρας
IDX:
33068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33069
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἕκτρας·</span> <span class="foreign greek">ἐν ῥυμῷ πάσσαλος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">ἕκτρα· ὁ</span>).</div><br><br>'}