Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐκτός
ἔκτοσε
ἔκτοσθε
ἔκτοτε
ἐκτότης
ἐκτραγῳδέω
ἐκτρανόω
ἐκτράπεζος
ἐκτραπελόγαστρος
ἐκτράπελος
ἐκτράπω
ἕκτρας
ἐκτραχηλίζω
ἐκτραχηλισμός
ἐκτραχύνω
ἐκτρέπω
ἐκτρέφω
ἐκτρέχω
ἔκτρεψις
ἔκτρημα
ἔκτρησις
View word page
ἐκτράπω
ἐκτράπω, Ion. for ἐκτρέπω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκτράπω
Headword (normalized):
ἐκτράπω
Headword (normalized/stripped):
εκτραπω
IDX:
33067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33068
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκτράπω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἐκτρέπω</span>.</div><br><br>'}