Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐκτομίς
ἔκτομον
ἐκτονίζομαι
ἐκτοξεύω
ἐκτοπίζω
ἐκτόπιος
ἐκτόπισις
ἐκτοπισμός
ἐκτοπιστικός
ἔκτοπος
Ἑκτόρειος
ἐκτορεύω
ἐκτορέω
ἐκτορμέω
ἐκτορνεύω
ἔκτορνος
ἕκτος
ἑκτός
ἐκτός
ἔκτοσε
ἔκτοσθε
View word page
Ἑκτόρειος
Ἑκτόρειος, Ἑκτόρεος,
A). v. Ἕκτωρ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἑκτόρειος
Headword (normalized):
ἑκτόρειος
Headword (normalized/stripped):
εκτορειος
IDX:
33049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33050
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἑκτόρειος</span>, <span class="orth greek">Ἑκτόρεος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Ἕκτωρ</span> .</div> </div><br><br>'}