Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἔκτολμος
ἑκτολογέομαι
ἑκτολογία
ἐκτολυπεύω
ἐκτομάζω
ἐκτομάς
ἐκτομεύς
ἐκτομή
ἐκτομιαῖος
ἐκτομίας
ἐκτομίζω
ἐκτομίς
ἔκτομον
ἐκτονίζομαι
ἐκτοξεύω
ἐκτοπίζω
ἐκτόπιος
ἐκτόπισις
ἐκτοπισμός
ἐκτοπιστικός
ἔκτοπος
View word page
ἐκτομίζω
ἐκτομ-ίζω,
A). = ἐκτέμνω, ἐκδομίζοντος (sic) αὐτοῦ τὴν ὅλην ἀλήθειαν PMag.Par. 1.2452 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκτομίζω
Headword (normalized):
ἐκτομίζω
Headword (normalized/stripped):
εκτομιζω
IDX:
33038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33039
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκτομ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐκτέμνω, ἐκδομίζοντος</span> (sic) <span class="quote greek">αὐτοῦ τὴν ὅλην ἀλήθειαν</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.2452 </span> .</div> </div><br><br>'}