Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐκτιμάω
ἐκτίμησις
ἐκτίμητρα
ἔκτιμος
ἐκτιναγμός
ἐκτίνακτρον
ἐκτίναξις
ἐκτινάσσω
ἐκτίννυμι
ἐκτίνω
ἔκτισις
ἐκτιστής
ἐκτιτθεύω
ἐκτιτράω
ἐκτιτρώσκω
ἐκτλάω
ἔκτμημα
ἔκτμησις
ἐκτμητέον
ἔκτοθεν
ἔκτοθι
View word page
ἔκτισις
ἔκτισις,
A). v. ἔκτεισις . ἔκτισμα, v. ἔκτεισμα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔκτισις
Headword (normalized):
ἔκτισις
Headword (normalized/stripped):
εκτισις
IDX:
33013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33014
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔκτισις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἔκτεισις</span> . <span class="orth greek">ἔκτισμα</span>, v. <span class="ref greek">ἔκτεισμα</span> .</div> </div><br><br>'}