Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐκτεταμένως
ἑκτεύς
ἐκτεύχω
ἐκτεφρόω
ἐκτέφρωσις
ἐκτεχνάομαι
ἐκτεχνολογέω
ἕκτη
ἐκτήκω
ἑκτημόριοι
ἑκτημορίτης
Ἔκτηνες
ἔκτηξις
ἐκτιθασεύω
ἐκτίθημι
ἐκτιθηνέω
ἑκτικεύομαι
ἑκτικός
ἐκτίκτω
ἐκτιλάω
ἐκτίλλω
View word page
ἑκτημορίτης
ἑκτημορ-ίτης [ῑ],,= ἑκτημόριον, Gal. 1.144 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑκτημορίτης
Headword (normalized):
ἑκτημορίτης
Headword (normalized/stripped):
εκτημοριτης
IDX:
32992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-32993
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑκτημορ-ίτης</span> [<span class="foreign greek">ῑ],</span>,= <span class="foreign greek">ἑκτημόριον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 1.144 </span>.</div><br><br>'}