Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐκτεκμαίρομαι
ἐκτεκνόω
ἐκτεκταίνομαι
ἐκτελέθω
ἐκτελειόω
ἐκτελείωσις
ἐκτελευτάω
ἐκτελέω
ἐκτελής
ἐκτέμνω
ἔκτεμπροι
ἐκτένεια
ἐκτενής
ἔκτεξις
ἑκτέος
ἐκτεταμένως
ἑκτεύς
ἐκτεύχω
ἐκτεφρόω
ἐκτέφρωσις
ἐκτεχνάομαι
View word page
ἔκτεμπροι
ἔκτεμπροι· προσμένοντες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔκτεμπροι
Headword (normalized):
ἔκτεμπροι
Headword (normalized/stripped):
εκτεμπροι
IDX:
32977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-32978
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔκτεμπροι·</span> <span class="foreign greek">προσμένοντες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}