Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐκτάραξις
ἐκταράσσω
ἐκταρβέω
ἐκταρσόομαι
ἔκτασις
ἐκτάσσω
ἐκτατέον
ἐκτατικός
ἐκτατός
ἐκταφρεύω
ἐκτέατο
ἐκτείνω
ἔκτεισις
ἔκτεισμα
ἐκτειχίζω
ἐκτειχισμός
ἐκτεκμαίρομαι
ἐκτεκνόω
ἐκτεκταίνομαι
ἐκτελέθω
ἐκτελειόω
View word page
ἐκτέατο
ἐκτέατο, Ion. 3 pl. plpf. of κτάομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκτέατο
Headword (normalized):
ἐκτέατο
Headword (normalized/stripped):
εκτεατο
IDX:
32961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-32962
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκτέατο</span>, Ion. 3 pl. plpf. of <span class="foreign greek">κτάομαι.</span> </div><br><br>'}