Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἔκταθεν
ἐκταθήσομαι
ἑκταῖος
ἔκτακτος
ἐκταλαιπωρέω
ἐκταλαντόομαι
ἔκταλος
ἔκταμα
ἐκταμιεύομαι
ἐκτάμνω
ἐκτανθαρύ<ζ>ω
ἐκτανύω
ἔκταξις
ἐκταπεινόω
ἐκταρακτικός
ἐκτάραξις
ἐκταράσσω
ἐκταρβέω
ἐκταρσόομαι
ἔκτασις
ἐκτάσσω
View word page
ἐκτανθαρύ<ζ>ω
ἐκτανθαρύ<ζ>ω· τρέμω, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκτανθαρύ<ζ>ω
Headword (normalized):
ἐκτανθαρύ<ζ>ω
Headword (normalized/stripped):
εκτανθαρυ<ζ>ω
IDX:
32946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-32947
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκτανθαρύ&lt;ζ&gt;ω·</span> <span class="foreign greek">τρέμω,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}