Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐκταδά
ἐκτάδην
ἐκτάδιος
ἐκταδόν
ἔκταθεν
ἐκταθήσομαι
ἑκταῖος
ἔκτακτος
ἐκταλαιπωρέω
ἐκταλαντόομαι
ἔκταλος
ἔκταμα
ἐκταμιεύομαι
ἐκτάμνω
ἐκτανθαρύ<ζ>ω
ἐκτανύω
ἔκταξις
ἐκταπεινόω
ἐκταρακτικός
ἐκτάραξις
ἐκταράσσω
View word page
ἔκταλος
ἔκταλος· ἀκάνθης εἶδος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔκταλος
Headword (normalized):
ἔκταλος
Headword (normalized/stripped):
εκταλος
IDX:
32942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-32943
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔκταλος·</span> <span class="foreign greek">ἀκάνθης εἶδος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}