ἑκταῖος
ἑκταῖος, α, ον,(ἕξ)
A). on the sixth day, ἐν τοῖσι πυρετοῖσι ἑκταίοισιν ἐοῦσι Aph. 4.29 , cf. Coac. 15 , An. 6.6.38 , . 17.65
II). = ἕκτος, μοῖρα AP 14.119.10 ( ).
III). ἑκταῖον· αἱ δύο κοτύλαι, and ἑκταίους (sc. ἄρτους)· τοὺς ἐκ χοινίκων ἕξ,