Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐκστρέφω
ἐκστροφή
ἐκστρόφια
ἐκστροφόω
ἐκστρώννυμι
ἐκσυριγγόομαι
ἐκσυρίζω
ἐκσυρτικός
ἐκσύρω
ἐκσφενδονάω
ἐκσφονδυλίζω
ἐκσφραγίζομαι
ἐκσφράγισμα
ἐκσχίζω
ἐκσῴζω
ἐκσωρεύω
ἔκτᾰ
ἐκταγή
ἐκταδά
ἐκτάδην
ἐκτάδιος
View word page
ἐκσφονδυλίζω
ἐκσφονδῠλίζω, v.s. ἐκσπονδ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκσφονδυλίζω
Headword (normalized):
ἐκσφονδυλίζω
Headword (normalized/stripped):
εκσφονδυλιζω
IDX:
32924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-32925
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκσφονδῠλίζω</span>, v.s. <span class="foreign greek">ἐκσπονδ-.</span> </div><br><br>'}