ἐκσπάω
ἐκσπάω, fut. -άσω,
A). draw out, ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος ; 6.65 σπάρτον Aut. 25.6 ; pull up, [χάρακα] :—and so Med., 18.18.14 ἐκσπασσαμένω δολίχ’ ἔγχεα having drawn out their spears, :— Pass., 7.255 [τρίχες] ἐκσπῶνται Pr. 893a20 , cf. Aut. 16.2 .
II). remove by force, τοὺς ἐν τῷ ἱερῷ παστοφόρους OGI 736.7 (Fayûm).