Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐκπράσσω
ἐκπραΰνω
ἐκπρεμνίζω
ἐκπρέπεια
ἐκπρεπής
ἐκπρεπόντως
ἐκπρέπω
ἐκπρεπώσοτον
ἔκπρησις
ἐκπρησμός
ἐκπρήσσω
ἐκπρίασθαι
ἐκπρίζω
ἔκπρισις
ἔκπρισμα
ἐκπριστέον
ἐκπρίω
ἐκπροβάλλω
ἔκπροθεν
ἐκπροθεσμέω
ἐκπρόθεσμος
View word page
ἐκπρήσσω
ἐκπρήσσω, Ion. for ἐκπράσσω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκπρήσσω
Headword (normalized):
ἐκπρήσσω
Headword (normalized/stripped):
εκπρησσω
IDX:
32749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-32750
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκπρήσσω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἐκπράσσω.</span> </div><br><br>'}