ἐκπολιορκέω
ἐκπολιορκ-έω,
A). force a besieged town to surrender, force to capitulate, , 1.94 134 , HG 2.4.3 , etc.: metaph. of argument, ἐ. τινὰ λόγῳ Ep. 10 :— Pass., to be forced to surrender, ; 1.117 ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθείς ib. 131 , cf. Inscr.Prien. 37.112 ; ὑπὸ τῶν τυράννων Ath. 19.3 : metaph., ἐκπολιορκηθέντος τοῦ σώματος ὑπὸ μακρᾶς νόσου . 39