ἔκπλεος
ἔκπλεος, ον neut. pl.
A). ἔκπλεα : poet. 38.20 ἔκπλειος, α, ον : Att. ἔκπλεως, ων :—quite full of a thing, c. gen., δαιτός, βορᾶς, Cyc. 247 , 416 .
2). complete, εὖρος τρίγυον Tab.Heracl. 2.31 ; of a number of soldiers, ἱππεῖς ἔκπλεῳ..εἰς τοὺς μυρίους Cyr. 6.2.7 ; abundant, copious, ἐπιτήδεια ib. 1.6.7 , cf. l.c.