Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐκπήγνυμι
ἐκπηδάω
ἐκπήδημα
ἐκπήδησις
ἐκπηδητικός
ἐκπηκτικός
ἐκπηνίζομαι
ἔκπηξις
ἐκπιάζω
ἐκπίασμα
ἐκπιασμός
ἐκπιδύομαι
ἐκπιέζω
ἐκπίεσμα
ἐκπιεσμός
ἐκπιεστήριον
ἐκπιεστός
ἐκπικράζομαι
ἐκπικραίνομαι
ἐκπικρόομαι
ἔκπικρος
View word page
ἐκπιασμός
ἐκπῐ-ασμός, ,
A). v. ἐκπιεσμός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκπιασμός
Headword (normalized):
ἐκπιασμός
Headword (normalized/stripped):
εκπιασμος
IDX:
32637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-32638
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκπῐ-ασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐκπιεσμός.</span> </div> </div><br><br>'}