Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐκπερονάω
ἐκπέρυσι
ἐκπέσσω
ἐκπετάζω
ἐκπέταλος
ἐκπετάννυμι
ἐκπέτασις
ἐκπέτασμα
ἐκπετήσιμος
ἐκπέτομαι
ἐκπετρίδδειv
ἐκπεύθομαι
ἐκπεφυυῖαι
ἔκπεψις
ἐκπήγνυμι
ἐκπηδάω
ἐκπήδημα
ἐκπήδησις
ἐκπηδητικός
ἐκπηκτικός
ἐκπηνίζομαι
View word page
ἐκπετρίδδειv
ἐκπετρίδδειv· παχύνειν ἱμάτιον ( Lacon.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκπετρίδδειv
Headword (normalized):
ἐκπετρίδδειv
Headword (normalized/stripped):
εκπετριδδειv
IDX:
32623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-32624
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκπετρίδδειv·</span> <span class="foreign greek">παχύνειν ἱμάτιον</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}