ἐκπέτομαι
ἐκπέτομαι (ἐκπετ-πέταμαι HA 554b1 ), fut.
A). -πτήσομαι V. 208 : aor. ἐξεπτόμην, part. -πτόμενος Av. 788 ; also ἐξεπτάμην El. 944 , Ti. 81e , ἐκπτάμενος Ἀθηνᾶ 20.249 (Chios): also in act. form ἐξέπτην Op. 98 , , Ant. 211 , 1.5 : for aor. 12 ἐξεπετάσθην, v. πέτομαι :—fly out or away, ll. cc.: metaph., ἔπαινοι Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ἐκπετόμενοι Rh.Pr. 6 .