Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκμόνιον
ἄκμων
ἄκναμπτος
ἄκνημος
ἄκνησμος
ἄκνηστις
ἄκνηστον
ἄκνισος
ἀκνίσωτος
ἀκοάζη
ἀκοαστῆρες
ἀκοή
ἀκοΐδιον
ἀκοιλάντως
ἀκοίλιος
ἄκοιλος
ἀκοίμητος
ἀκοίμιστος
ἀκοινονόητος
ἄκοινος
ἀκοινωνησία
View word page
ἀκοαστῆρες
ἀκο-αστῆρες, οἱ, board of officials at Metapontum, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκοαστῆρες
Headword (normalized):
ἀκοαστῆρες
Headword (normalized/stripped):
ακοαστηρες
IDX:
3260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3261
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκο-αστῆρες</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, board of officials at Metapontum, Id.</div><br><br>'}