Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄκμθετον
ἀκμόνιον
ἄκμων
ἄκναμπτος
ἄκνημος
ἄκνησμος
ἄκνηστις
ἄκνηστον
ἄκνισος
ἀκνίσωτος
ἀκοάζη
ἀκοαστῆρες
ἀκοή
ἀκοΐδιον
ἀκοιλάντως
ἀκοίλιος
ἄκοιλος
ἀκοίμητος
ἀκοίμιστος
ἀκοινονόητος
ἄκοινος
View word page
ἀκοάζη
ἀκο-άζη· ἀκούεις, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκοάζη
Headword (normalized):
ἀκοάζη
Headword (normalized/stripped):
ακοαζη
IDX:
3259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3260
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκο-άζη·</span> <span class="foreign greek">ἀκούεις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}