Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄγαλσις
ἄγαμαι
Ἀγαμέμνων
ἀγαλμοονίδης
ἀγαμένως
ἀγάμετος
ἀγαμία
ἀγαμίου
ἄγαμος
ἄγαν
ἄγανα
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητέον
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγανακτικός
ἀγάνεται
ἀγάννα
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
View word page
ἄγανα
ἄγανα· σαγήνην ( Cypr.), Hsch. (Prob. ἁγάνα.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄγανα
Headword (normalized):
ἄγανα
Headword (normalized/stripped):
αγανα
IDX:
325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-326
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄγανα·</span> <span class="foreign greek">σαγήνην</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cypr.</span></span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Prob. <span class="foreign greek">ἁγάνα.</span>)</div><br><br>'}