ἐκπατάσσω
ἐκπᾰτάσσω,
A). strike, afflict, τινὰ κακοῖσι HF 890 ( -πετάσουσιν codd.): metaph., γρηῢν βροντῆς ἐξεπάταξε φόβος AP 9.309 (Antip. <Thess.>):— Pass., φρένας ἐκπεπαταγμένος stricken in mind, ; 18.327 ἐξεπατάχθη· ἐξεπλάγη,