Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκμήν
ἀκμηνός
ἄκμηνος
ἀκμής
ἀκμητεί
ἄκμητος
ἀκμοθέτης
ἄκμθετον
ἀκμόνιον
ἄκμων
ἄκναμπτος
ἄκνημος
ἄκνησμος
ἄκνηστις
ἄκνηστον
ἄκνισος
ἀκνίσωτος
ἀκοάζη
ἀκοαστῆρες
ἀκοή
ἀκοΐδιον
View word page
ἄκναμπτος
ἄκναμπτος, ἄκναπτος, ἄκνᾰφος,
A). = ἄγν- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄκναμπτος
Headword (normalized):
ἄκναμπτος
Headword (normalized/stripped):
ακναμπτος
IDX:
3252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3253
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄκναμπτος</span>, <span class="orth greek">ἄκναπτος</span>, <span class="orth greek">ἄκνᾰφος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἄγν-</span> .</div> </div><br><br>'}