ἐκνίζω
ἐκνίζω,
A). wash out, purge away, φόνον φόνῳ IT 1224 ; of crimes, Ep. 352c :— Med., wash off from oneself, οὐδέποτε ἐκνίψει τὰ πεπραγμένα σαυτῷ ; 18.140 τὰ ἔθη γυναικῶν ; 1.365 ἄγος φόνου ; 3.17.7 τὸ θνητόν . 2.499c
b). ἐκνενιμμένοι τόποι washed away, (iii A.D.). 1469.6
II). wash clean, purify, ψυχήν AP 14.74 : metaph., restore to clarity, τὴν αἴσθησιν CA 2.3 :— Pass., ἐκνενιμμένη, of a cup, ; 56.5 ἐκνιφθεὶς ὁ στόμαχος ap. . 9.3