Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄκλιτος
ἀκλόνητος
ἄκλονος
ἀκλοπεία
ἄκλοπος
ἀκλυδώνιστος
ἄκλυστος
ἄκλυτος
ἄκλων
ἄκλωστος
ἄκμα
ἀκμάδιον
ἀκμάζω
ἀκμαῖος
ἀκμαστής
ἀκμαστικός
ἀκμή
ἀκμήν
ἀκμηνός
ἄκμηνος
ἀκμής
View word page
ἄκμα
ἄκμα· νηστεία, ἔνδεια, Hsch.; cf. ἄκμηνος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄκμα
Headword (normalized):
ἄκμα
Headword (normalized/stripped):
ακμα
IDX:
3235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3236
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄκμα·</span> <span class="foreign greek">νηστεία, ἔνδεια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἄκμηνος</span>.</div><br><br>'}