Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐκκυρτόω
ἐκκωδωνίζω
ἐκκωμάζω
ἐκκωπέω
ἐκκωφέω
ἐκκωφόω
ἐκλαβή
ἐκλαγχάνω
ἐκλακτίζω
ἐκλάκτισμα
ἐκλακτισμός
ἐκλαλέω
ἐκλάλησις
ἐκλαλητικός
ἐκλαμβάνω
ἔκλαμπρος
ἐκλαμπρύνω
ἐκλάμπω
ἔκλαμψις
ἐκλανθάνω
ἐκλαπάζω
View word page
ἐκλακτισμός
ἐκλακτ-ισμός
,
ὁ
, = foreg.,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐκλακτισμός
Headword (normalized):
ἐκλακτισμός
Headword (normalized/stripped):
εκλακτισμος
IDX:
32303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-32304
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκλακτ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}