Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐκκοιμάομαι
ἐκκοιτέω
ἐκκοίτησις
ἐκκοιτία
ἐκκοιτίζω
ἐκκοιτισμός
ἐκκοκκίζω
ἐκκοκκύζω
ἐκκολάπτω
ἐκκόλαψις
ἐκκολλαβήσαντα
ἐκκολυμβάω
ἐκκομιδή
ἐκκομίζω
ἐκκομισμός
ἐκκομιστής
ἐκκομπάζω
ἐω1
ἐκκομψεύομαι
ἐκκονεῖ
ἐκκονίομαι
View word page
ἐκκολλαβήσαντα
ἐκκολλαβήσαντα· ἐκλακέντα, ἐκφρονήσαντα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκκολλαβήσαντα
Headword (normalized):
ἐκκολλαβήσαντα
Headword (normalized/stripped):
εκκολλαβησαντα
IDX:
32216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-32217
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκκολλαβήσαντα·</span> <span class="foreign greek">ἐκλακέντα, ἐκφρονήσαντα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}