Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκλήιστος
ἀκληρεί
ἀκληρέω
ἀκλήρημα
ἀκληρία
ἀκληρονόμητος
ἄκληρος
ἀκληρούχητος
ἀκληρωτεί
ἀκλήρωτος
ἄκλῃστος
ἀκλητί
ἄκλητος
ἀκλινής
ἀκλισία
ἄκλιτος
ἀκλόνητος
ἄκλονος
ἀκλοπεία
ἄκλοπος
ἀκλυδώνιστος
View word page
ἄκλῃστος
ἄκλῃστος, v. sub ἄκλειστος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄκλῃστος
Headword (normalized):
ἄκλῃστος
Headword (normalized/stripped):
ακληστος
IDX:
3220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3221
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄκλῃστος</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἄκλειστος</span>.</div><br><br>'}