Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐκκληπεῖ
ἔκκληρος
ἐκκλησία
ἐκκλησιάζω
ἐκκλησιασμός
ἐκκλησιαστήριον
ἐκκλησιαστής
ἐκκλησιαστικός
ἐκκλησιέκδικος
ἔκκλησις
ἐκκλητεύσιμος
ἐκκλητεύω
ἐκκλητής
ἐκκλητικός
ἔκκλητος
ἐκκλῄω
ἔκκλιμα
ἐκκλιμακίζω
ἐκκλινής
ἐκκλίνω
ἔκκλισις
View word page
ἐκκλητεύσιμος
ἐκ-κλητεύσιμος
,
ον
, gloss on
ἐφέσι<μ>
Hsch.
(
ἐγκλ
-cod.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐκκλητεύσιμος
Headword (normalized):
ἐκκλητεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
εκκλητευσιμος
IDX:
32179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-32180
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκ-κλητεύσιμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, gloss on <span class="foreign greek">ἐφέσι<μ></span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>(<span class="foreign greek">ἐγκλ</span>-cod.).</div><br><br>'}