Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκλαυστεί
ἄκλαυτος
ἀκλεής
ἀκλεΐα
ἀκλειής
ἄκλειστος
ἄκλεπτος
ἀκληδονίστως
ἀκληής
ἀκληῖδας
ἀκλήιστος
ἀκληρεί
ἀκληρέω
ἀκλήρημα
ἀκληρία
ἀκληρονόμητος
ἄκληρος
ἀκληρούχητος
ἀκληρωτεί
ἀκλήρωτος
ἄκλῃστος
View word page
ἀκλήιστος
ἀκλήιστος, ον,
A). v. ἄκλειστος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκλήιστος
Headword (normalized):
ἀκλήιστος
Headword (normalized/stripped):
ακληιστος
IDX:
3210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3211
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκλήιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἄκλειστος</span> .</div> </div><br><br>'}