Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἑκκαιδεκήρης
ἑκκαιεβδομηκονταετηρίς
ἑκκαιεικοσάεδρον
ἐκκαινόω
ἑκκαιπεντηκοντάγωνον
ἔκκαιρος
ἐκκαίω
ἐκκακέω
ἐκκακή
ἐκκαλαμάομαι
ἐκκαλάξαι
ἐκκαλέω
ἐκκαλλύνω
ἐκκάλυμμα
ἐκκαλυπτικός
ἐκκαλύπτω
ἐκκάμνω
ἐκκανάσσω
ἐκκαπηλεύω
ἐκκαπνίζομαι
ἐκκαρδιόω
View word page
ἐκκαλάξαι
ἐκκαλάξαι·
κλῖναι τὸ ἱστίον,
Hsch.
(i.e.
ἐκχαλάσαι
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐκκαλάξαι
Headword (normalized):
ἐκκαλάξαι
Headword (normalized/stripped):
εκκαλαξαι
IDX:
32102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-32103
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκκαλάξαι·</span> <span class="foreign greek">κλῖναι τὸ ἱστίον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (i.e. <span class="foreign greek">ἐκχαλάσαι</span>).</div><br><br>'}