Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄκλαστος
ἀκλαυστεί
ἄκλαυτος
ἀκλεής
ἀκλεΐα
ἀκλειής
ἄκλειστος
ἄκλεπτος
ἀκληδονίστως
ἀκληής
ἀκληῖδας
ἀκλήιστος
ἀκληρεί
ἀκληρέω
ἀκλήρημα
ἀκληρία
ἀκληρονόμητος
ἄκληρος
ἀκληρούχητος
ἀκληρωτεί
ἀκλήρωτος
View word page
ἀκληῖδας
ἀκληῖδας· ἄζυγας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκληῖδας
Headword (normalized):
ἀκληῖδας
Headword (normalized/stripped):
ακληιδας
IDX:
3209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3210
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκληῖδας·</span> <span class="foreign greek">ἄζυγας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}