Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκλάδας
ἄκλαστος
ἀκλαυστεί
ἄκλαυτος
ἀκλεής
ἀκλεΐα
ἀκλειής
ἄκλειστος
ἄκλεπτος
ἀκληδονίστως
ἀκληής
ἀκληῖδας
ἀκλήιστος
ἀκληρεί
ἀκληρέω
ἀκλήρημα
ἀκληρία
ἀκληρονόμητος
ἄκληρος
ἀκληρούχητος
ἀκληρωτεί
View word page
ἀκληής
ἀκληής, ές, v. sub ἀκλεής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκληής
Headword (normalized):
ἀκληής
Headword (normalized/stripped):
ακληης
IDX:
3208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3209
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκληής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἀκλεής</span>.</div><br><br>'}