Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἑκκαιδεκάδωρος
ἑκκαιδεκάεδρον
ἑκκαιδεκαετηρίς
ἑκκαιδεκαέτης
ἑκκαιδέκακις
ἑκκαιδεκάκωλος
ἑκκαιδεκάλινος
ἑκκαιδεκαπάλαιστος
ἑκκαιδεκάπηχυς
ἑκκαιδεκαπλάσιος
ἑκκαιδεκάπους
ἑκκαιδεκάς
ἑκκαιδεκάσημος
ἑκκαιδεκαστάδιος
ἑκκαιδεκασύλλαβος
ἑκκαιδεκαταῖος
ἑκκαιδεκατάλαντος
ἑκκαιδέκατος
ἑκκαιδεκέτις
ἑκκαιδεκήρης
ἑκκαιεβδομηκονταετηρίς
View word page
ἑκκαιδεκάπους
ἑκκαιδεκά-πους
,
ποδος
,
ὁ
,
ἡ
,
A).
sixteen feet long,
Anon.
in Tht.
34.31
.
ShortDef
sixteen feet long
Debugging
Headword:
ἑκκαιδεκάπους
Headword (normalized):
ἑκκαιδεκάπους
Headword (normalized/stripped):
εκκαιδεκαπους
IDX:
32083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-32084
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑκκαιδεκά-πους</span>, <span class="itype greek">ποδος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sixteen feet long,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Tht.</span> 34.31 </span>.</div> </div><br><br>'}