Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀκκιστικός
ἀκκιπήσιος
ἀκκόρ
ἀκκώ
ἀκλάδας
ἄκλαστος
ἀκλαυστεί
ἄκλαυτος
ἀκλεής
ἀκλεΐα
ἀκλειής
ἄκλειστος
ἄκλεπτος
ἀκληδονίστως
ἀκληής
ἀκληῖδας
ἀκλήιστος
ἀκληρεί
ἀκληρέω
ἀκλήρημα
ἀκληρία
View word page
ἀκλειής
ἀκλειής
,
ές
, Ep. for
ἀκλεής
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀκλειής
Headword (normalized):
ἀκλειής
Headword (normalized/stripped):
ακλειης
IDX:
3204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3205
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκλειής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, Ep. for <span class="foreign greek">ἀκλεής</span>.</div><br><br>'}