ἐκθηλύνω
ἐκθηλ-ύνω, aor.
A). -εθήλυνα :— 7.9 soften, weaken, τὸ σκέλος ἐκτεθηλυσμένον γίνεται Art. 52 , cf. 56 ; make effeminate, στρατιὰν ταῖς ἡδοναῖς ; 5.4.13 τὴν νεότητα ταῖς ἀγωγαῖς D.H.l.c.; ψυχάς ND 20 :— Pass., ἐκτεθηλυμμένος καὶ τῇ ψυχῇ καὶ τῷ σώματι , cf. 36.15.2 28.21.3 , ; of plants, 50.27 become enfeebled, CP 3.1.3 .
II). Gramm., make a feminine of, . 473.35