Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀκίσκλη
ἀκίχητος
ἀκίων
ἄκκαθεν
ἀκκίζομαι
ἀκκισμός
ἀκκιστικός
ἀκκιπήσιος
ἀκκόρ
ἀκκώ
ἀκλάδας
ἄκλαστος
ἀκλαυστεί
ἄκλαυτος
ἀκλεής
ἀκλεΐα
ἀκλειής
ἄκλειστος
ἄκλεπτος
ἀκληδονίστως
ἀκληής
View word page
ἀκλάδας
ἀκλάδας·
ἀμπέλους ἀκλαδεύτους
( Aeol.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀκλάδας
Headword (normalized):
ἀκλάδας
Headword (normalized/stripped):
ακλαδας
IDX:
3198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3199
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκλάδας·</span> <span class="foreign greek">ἀμπέλους ἀκλαδεύτους</span> ( Aeol.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}