Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀκιρός
ἀκίς
ἀκίσκλη
ἀκίχητος
ἀκίων
ἄκκαθεν
ἀκκίζομαι
ἀκκισμός
ἀκκιστικός
ἀκκιπήσιος
ἀκκόρ
ἀκκώ
ἀκλάδας
ἄκλαστος
ἀκλαυστεί
ἄκλαυτος
ἀκλεής
ἀκλεΐα
ἀκλειής
ἄκλειστος
ἄκλεπτος
View word page
ἀκκόρ
ἀκκόρ
, Lacon. for
ἀσκός
,
Hsch.
ἀκκός·
παράμωρος, λέγεται δὲ παιδίοις ὡς μωροῖς
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀκκόρ
Headword (normalized):
ἀκκόρ
Headword (normalized/stripped):
ακκορ
IDX:
3196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3197
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκκόρ</span>, Lacon. for <span class="foreign greek">ἀσκός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἀκκός·</span> <span class="foreign greek">παράμωρος, λέγεται δὲ παιδίοις ὡς μωροῖς</span>, Id.</div><br><br>'}