Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐκδικάζω
ἐκδικαιόομαι
ἐκδικασία
ἐκδίκασις
ἐκδικαστής
ἔκδικεν
ἐκδικέω
ἐκδικησία
ἐκδίκησις
ἐκδικητής
ἐκδικητικός
ἐκδικία
ἔκδικος
ἐκδικόφως
ἐκδιοικέω
ἐκδιοικήσιμος
ἐκδιοίκησις
ἐκδιορύσσω
ἐκδιφάω
ἐκδιφρεύω
ἐκδιψάω
View word page
ἐκδικητικός
ἐκδῐκ-ητικός, , όν,
A). revengeful, Tz.ad Lyc. 406 .


ShortDef

revengeful

Debugging

Headword:
ἐκδικητικός
Headword (normalized):
ἐκδικητικός
Headword (normalized/stripped):
εκδικητικος
IDX:
31888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31889
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκδῐκ-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">revengeful,</span> Tz.ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 406 </span>.</div> </div><br><br>'}