Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐκδίδωμι
ἐκδιέρχομαι
ἐκδιηγέομαι
ἐκδιηθέω
ἐκδιίσταμαι
ἐκδικάζω
ἐκδικαιόομαι
ἐκδικασία
ἐκδίκασις
ἐκδικαστής
ἔκδικεν
ἐκδικέω
ἐκδικησία
ἐκδίκησις
ἐκδικητής
ἐκδικητικός
ἐκδικία
ἔκδικος
ἐκδικόφως
ἐκδιοικέω
ἐκδιοικήσιμος
View word page
ἔκδικεν
ἔκδικεν· ἐξέβαλεν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔκδικεν
Headword (normalized):
ἔκδικεν
Headword (normalized/stripped):
εκδικεν
IDX:
31883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31884
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔκδικεν·</span> <span class="foreign greek">ἐξέβαλεν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}