Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐκδιδάσκω
ἐκδιδράσκω
ἐκδιδύσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδιέρχομαι
ἐκδιηγέομαι
ἐκδιηθέω
ἐκδιίσταμαι
ἐκδικάζω
ἐκδικαιόομαι
ἐκδικασία
ἐκδίκασις
ἐκδικαστής
ἔκδικεν
ἐκδικέω
ἐκδικησία
ἐκδίκησις
ἐκδικητής
ἐκδικητικός
ἐκδικία
ἔκδικος
View word page
ἐκδικασία
ἐκδῐκ-ασία, ,
A). = ἐκδικία I,ib. 17.29 (pl., Sardes, i B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐκδικασία
Headword (normalized):
ἐκδικασία
Headword (normalized/stripped):
εκδικασια
IDX:
31880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31881
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκδῐκ-ασία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐκδικία</span> I,ib.<span class="bibl"> 17.29 </span> (pl., Sardes, i B. C.).</div> </div><br><br>'}