Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐκδημητικός
ἐκδημία
ἐκδημοκοπέω
ἔκδημος
ἐκδημοσιεύω
ἐκδιαβαίνω
ἐκδιαιτάω
ἐκδιαίτησις
ἐκδιᾶν
ἐκδιαπρίζω
ἐκδιάστρα
ἐκδιαφορέω
ἐκδιαφόρησις
ἐκδίδαγμα
ἐκδιδάσκω
ἐκδιδράσκω
ἐκδιδύσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδιέρχομαι
ἐκδιηγέομαι
ἐκδιηθέω
View word page
ἐκδιάστρα
ἐκδῐάστρα·
κλῶσμα, ὁ στήμων,
Hsch.
; cf.
δίασμα.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐκδιάστρα
Headword (normalized):
ἐκδιάστρα
Headword (normalized/stripped):
εκδιαστρα
IDX:
31866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31867
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκδῐάστρα·</span> <span class="foreign greek">κλῶσμα, ὁ στήμων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">δίασμα.</span> </div><br><br>'}