Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐκδημαγωγέω
ἐκδημέω
ἐκδημητικός
ἐκδημία
ἐκδημοκοπέω
ἔκδημος
ἐκδημοσιεύω
ἐκδιαβαίνω
ἐκδιαιτάω
ἐκδιαίτησις
ἐκδιᾶν
ἐκδιαπρίζω
ἐκδιάστρα
ἐκδιαφορέω
ἐκδιαφόρησις
ἐκδίδαγμα
ἐκδιδάσκω
ἐκδιδράσκω
ἐκδιδύσκω
ἐκδίδωμι
ἐκδιέρχομαι
View word page
ἐκδιᾶν
ἐκδιᾶν·
σπᾶν, καὶ κέραμον συντετριμμένον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐκδιᾶν
Headword (normalized):
ἐκδιᾶν
Headword (normalized/stripped):
εκδιαν
IDX:
31864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31865
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκδιᾶν·</span> <span class="foreign greek">σπᾶν, καὶ κέραμον συντετριμμένον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}