Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐκγοητεύω
ἔκγονος
ἐκγραφή
ἐκγράφω
ἐκγρυτεύω
ἐκγυμνάζω
ἐκγυμνόω
ἐκδαβῆ
ἐκδᾳδόομαι
ἐκδακρύω
ἑκδάκτυλος
ἐκδανείζω
ἐκδάνεισις
ἐκδανεισμός
ἐκδανειστής
ἐκδανειστικός
ἐκδαπανάω
ἔκδαρμα
ἐκδαρτικός
ἐκδασύνομαι
ἐκδεδιητημένως
View word page
ἑκδάκτυλος
ἑκδάκτῠλος, ον, Att. for ἑξαδάκτυλος, IG 2.1054f6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑκδάκτυλος
Headword (normalized):
ἑκδάκτυλος
Headword (normalized/stripped):
εκδακτυλος
IDX:
31816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31817
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑκδάκτῠλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Att. for <span class="foreign greek">ἑξαδάκτυλος,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 2.1054f6 </span>.</div><br><br>'}