Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐκβιάομαι
ἐκβίασμα
ἐκβιαστής
ἐκβιαστικός
ἐκβιβάζω
ἐκβιβασμός
ἐκβιβαστής
ἐκβιβαστικός
ἐκβιβρώσκω
ἔκβιος
ἐκβιούζει
ἐκβιόω
ἐκβλαστάνω
ἐκβλαστέω
ἐκβλάστημα
ἐκβλάστησις
ἐκβλέπω
ἐκβλήσιμος
ἐκβλητέον
ἐκβλητικός
ἔκβλητος
View word page
ἐκβιούζει
ἐκβιούζει
(i.e.
ἐκvιύζει
)
· θρηνεῖ μετὰ κραυγῆς,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐκβιούζει
Headword (normalized):
ἐκβιούζει
Headword (normalized/stripped):
εκβιουζει
IDX:
31734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31735
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκβιούζει</span> (i.e. <span class="foreign greek">ἐκvιύζει</span>)<span class="foreign greek">· θρηνεῖ μετὰ κραυγῆς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}