Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἑκατοστεύω
ἑκατοστήριος
ἑκατοστιαῖος
ἑκατοστοεικοστόγδοον
ἑκατοστοεικοστός
ἑκατόστομος
ἑκατοστός
ἑκατόστυλος
ἑκατοστύς
ἑκατόφυλλον
ἑκατῶρυξ
ἔκαχεν
ἐκβαβάζω
ἑκατοστοβαβράζω
ἐκβάζω
ἐκβαίνω
ἐκβάκχευσις
ἐκβακχεύω
ἐκβάλλω
ἐκβαρβαρόω
ἐκβαρβάρωσις
View word page
ἑκατῶρυξ
ἑκᾰτῶρυξ
,
ῠγος
,
ὁ
, dub. sens. in
IPE
4.80B6
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἑκατῶρυξ
Headword (normalized):
ἑκατῶρυξ
Headword (normalized/stripped):
εκατωρυξ
IDX:
31699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-31700
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑκᾰτῶρυξ</span>, <span class="itype greek">ῠγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IPE</span> 4.80B6 </span>.</div><br><br>'}